ὀλιγηπελέων

ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελέων
Grammatical information: adj. (ptc.)
Meaning: `weak, powerless' (Ο 24 a. 245, ε 457), -έουσα (τ 356).
Origin: IE [Indo-European] [52] *h₂pel- `strength'
Etymology: From ὀλιγ-ηπελής (AP, Opp.) metr. enlarged (Schwyzer 724, Leumann Hom. Wörter 116 n. 83, Chantraine Gramm. hom. 1, 349). From there ὀλιγηπελ-ίη f. `weakness, impotence' (ε 468). Thus εὑηπελ-ίη f. `strength, thriving' (Call.: εὑηπελής H.), opposite κακηπελ-ίη, -έων (Nic.); also ἀνηπελίη ἀσθένεια H. and νηπελέω = ἀδυνατέω (Hp.). Since Düntzer KZ 13, 17 f. (ὀλιγ)-ηπελής is derived from a noun *ἄπελος n. `strength' (with comp. lengthening; Schwyzer 447) and connected with Germ., e.g. OWNo. afl, OE afol n. `strength'; here alo El. (Illyr.?) PN Τευτί-απλος, Illyr. PN Mag-aplinus etc. As however the Germ. words on the other hand must be connected with Lat. ops, opus etc., the Gr. ἀ- would be unclear. -- Here still the denominative ἀν-απελάζω in ἀναπελάσας ἀναρρωσθείς H. -- Details w. further lit. in Bechtel Lex. s. v., WP. 1, 176, Pok. 52, W.-Hofmann s. epulum and ops. Cf. also on νήπιος. - This leads to the reconstruction *h₂pel- (with νηπελ-έω \< *n̥-h₂pel-); the connection with Lat. ops may have to be abandoned.
Page in Frisk: 2,377

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγηπελέων — having little power pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὀλιγηπελής weak masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγηπελέοντα — ὀλιγηπελέων having little power pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ὀλιγηπελέων having little power pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγηπελέοντι — ὀλιγηπελέων having little power pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγηπελέουσα — ὀλιγηπελέων having little power pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακηπελέων — κακηπελέων, ουσα (Α) αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, ο ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακηπελέων < κακ(ο) * + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» και είναι επική μτχ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • νηπελέω — (Α) είμαι αδύνατος, αδυνατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + *ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων*] …   Dictionary of Greek

  • ολιγηπελής — ὀλιγηπελής, ές (Α) αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το η τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε …   Dictionary of Greek

  • ολιγηπελεέσκω — ὀλιγηπελεέσκω (Α) έχω ασθενή δύναμη, είμαι αδύναμος, εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγηπελέων + επίθημα σκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”